- εμπειριοκρατικός
- -ή, -ό(φιλοσ.), ο οπαδός της εμπειριοκρατίας (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπειριοκρατικός — ή, ό οπαδός τής εμπειριοκρατίας … Dictionary of Greek